πνευμονοπάθεια

πνευμονοπάθεια
η, Ν
κάθε νόσος τών πνευμόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumonopathy (< πνεύμων, -ονος + -πάθεια < -παθής < πάθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …   Dictionary of Greek

  • πνευμονοκύστωση — η, Ν ιατρ. παρασιτική νόσος η οποία εκδηλώνεται ως σοβαρή πνευμονοπάθεια που καταλήγει στον θάνατο τού ασθενούς σε ὁλες σχεδόν τις περιπτώσεις και εμφανίζεται συχνότατα στα άτομα που παρουσιάζουν ανοσοκαταστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”